- άλυχνος
- -η, -ο (Α ἄλυχνος, -ον) [λύχνος]αυτός που δεν έχει λύχνο ή φως, αφώτιστοςνεοελλ.ο υπερβολικά φτωχός, πάμφτωχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄλυχνος — without lamp masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλυχνος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν έχει λυχνάρι, άφωτος, πολύ φτωχός: Άλυχνοι ζούμε οι φτωχοί για να χουν φως οι πλούσιοι (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄλυχνον — ἄλυχνος without lamp masc/fem acc sg ἄλυχνος without lamp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek